- Καρκαβίτσας, Ανδρέας
- (Λεχαινά Ηλείας 1866 – Μαρούσι Αττικής 1922). Συγγραφέας. Ήταν στρατιωτικός γιατρός και έλαβε μέρος στο κίνημα του 1909, ενώ υπήρξε και ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) ακολούθησε τον στρατό ως στρατιωτικός γιατρός και αργότερα (1916) στη Θεσσαλονίκη αντέδρασε στο κίνημα Βενιζέλου και φυλακίστηκε. Έπειτα εξορίστηκε στη γενέτειρά του και λόγω των αντιδράσεων που δημιουργήθηκαν στην περιοχή απομακρύνθηκε στη Μυτιλήνη· στις αρχές του 1917 νοσηλεύτηκε με φυματίωση στο σανατόριο της Πεντέλης.
Το πρώτο του βιβλίο (Διηγήματα, 1892) είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, γλώσσα την οποία αποκήρυξε στον πρόλογο του ίδιου έργου («είναι γλώσσα μπαλσαμωμένη»... «σου παγώνει τον ενθουσιασμό, σου πλαστογραφεί την ιδέα, σου κόβει τη δύναμη, σου αλλάζει το αίσθημα»). Η φήμη του εδραιώθηκε με τα επόμενα έργα του, όπως Η Λυγερή (νουβέλα, 1896), Ο Ζητιάνος (μυθιστόρημα, 1897), Λόγια της πλώρης (διηγήματα, 1899). Οι ήρωές του ήταν, όπως έγραψε ο Παλαμάς, οι άντρες, οι γυναίκες, τα παιδιά και οι γέροντες του χωριού, ήρωες των μαχών και των ερώτων, λεβέντες των βουνών και θαύματα των πεδιάδων, λουλούδια των αγρών και κρίνα των κοιλάδων, μάγισσες και βοσκοπούλες, ξακουστοί αρματολοί και ταπεινοί αγρότες, ένσαρκα όντα και πλάσματα των ονείρων· ήταν ο κόσμος της πατρίδας, με τους ανθρώπους, τα ζώα και τα φυτά, η παράδοση και η φύση του ελληνικού χωριού.
Η υπηρεσία του Κ. ως στρατιωτικού γιατρού τού είχε προσφέρει την ευκαιρία να περιηγηθεί και να γνωρίσει την επαρχία, να παρατηρήσει και να μελετήσει τη ζωή και τις παραδόσεις του λαού του. Η λαογραφία θριάμβευε στις σελίδες του. Γοητεύτηκε από τη δημοτική παράδοση, τα λαϊκά έθιμα, και τα έργα του έβριθαν από μια ειδυλλιακή ηθογραφία. Ωστόσο ο Κ. δεν υπήρξε απαθής στη σκληρή ζωή των κατοίκων της ελληνικής επαρχίας ή στις μελανές πλευρές μιας πρωτογενούς σκέψης, γεμάτης δεισιδαιμονία. Στον Ζητιάνο, που αποτελεί ένα τολμηρό βήμα προς τη δημιουργία του κοινωνικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, αποτυπώνει την εικόνα της υπανάπτυκτης επαρχιώτικης ζωής. Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο χεροδύναμος αλλά και γεμάτος υποκρισία και ζητιανικό ήθος Τζιριτόκωστας, είναι το σύμβολο, όπως ειπώθηκε, ενός κόσμου χαμένου «μέσα στην κόλαση της κακομοιριάς, της αμορφωσιάς, της ανοησίας, της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων»· και με τον Αρχαιολόγο (1904) ο Κ. εκδήλωσε την πρόθεσή του να θίξει μια άλλη αδυναμία της ελληνικής ζωής, τη στείρα αρχαιολατρία και προγονοπληξία, ωστόσο δεν κατάφερε να προσεγγίσει το αισθητικό αποτέλεσμα του Ζητιάνου. Αντίθετα, τα Λόγια της πλώρης, ακόμα και στις πιο δραματικές ή τραγικές σελίδες τους, διέπονται από μια αύρα ευρωστίας: εκφράζουν τη γενναιότητα και την αγωνιστικότητα του Έλληνα νησιώτη και θαλασσινού, το πνεύμα της Οδύσσειας, που εμψυχώνει από τα πανάρχαια χρόνια ένα μέρος του ελληνικού λαού. Σε αυτό το έργο του, το ύφος του συγγραφέα βρίσκεται στο σημείο της πιο μεγάλης ωριμότητας. Οι ήρωες του Κ. είναι παραστατικοί, ζωηροί, ζωντανοί, εντυπωσιακοί, όμως παρουσιάζουν κάποια ψυχολογική ρηχότητα, δηλαδή ουσιαστικά είναι αφελείς και απλοί.
Αυτό δεν οφείλεται σε αδυναμία της συγγραφικής δύναμης του Κ., αλλά κυρίως στην πρόθεσή του να αποδώσει πιστά την ψυχολογία των ηρώων του, που ήταν πραγματικά άνθρωποι απλοί τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική τους ζωή. Και από την άποψη αυτή είχε δίκιο ο Παλαμάς, όταν χαρακτήριζε τους ήρωες του Κ. «αιώνιους τύπους της λαϊκής νεοελληνικής ψυχής».
Τα Άπαντα του Κ. κυκλοφορούν σε διάφορες εκδόσεις.
Ο πεζογράφος Ανδρέας Καρκαβίτσας.
Dictionary of Greek. 2013.